Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Ταξιάρχης Γρεβενών

πηγή

Η Μονή Ταξιαρχών βρίσκεται πλησίον και παράλληλα της Εγνατίας οδού Κοζάνης - Γρεβενών, στον κόμβο του Ταξιάρχη, δυτικά και σε απόσταση 300 μέτρων περίπου από τον οικισμό του Ταξιάρχη που μετονομάστηκε για χάρη της Μονής από Κουσκό ενώ ιστορικά αναφέρεται και ως Μονή Κούσκου. 



Άποψη της Μονής
πηγή
Το χωριό Ταξιάρχης βρίσκεται στα ανατολικά του νομού Γρεβενών, αριστερά της παλαιάς εθνικής οδού Κοζάνης - Γρεβενών και σε υψόμετρο 670 μέτρων.

Παλαιότερα ονομαζόταν Κουσκό, λέξη σλαβικής προέλευσης, που κατά μια ερμηνεία σημαίνει αλογοτόπι, ίσως λόγω της εκτροφής πολλών αλόγων στην περιοχή.

Η μετονομασία σε Ταξιάρχης έγινε το 1925 και πήρε την ονομασία αυτή από την όμορη Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ εξαιτίας μιας παράδοσης που θέλει την πώληση του χωριού από τον Μεχμέτ Αγά, Πασά των Γρεβενών, το 1824, και την αγορά του από τους χριστιανούς κατοίκους να οφείλεται στη χάρη των Ταξιαρχών και στη θαυματουργή επέμβασή τους.

Η είσοδος στον μοναστήρι
Σύμφωνα με την παράδοση αυτή η γυναίκα του Μεχμέτ Αγά, η Μυγδάλω από το χωριό Φιλί, επισκεπτόταν συχνά το μοναστήρι των Ταξιαρχών και πολλές φορές κοινωνούσε κρυφά των αχράντων μυστηρίων και παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να την αξιώσει να τεκνοποιήσει. 

Στον ύπνο της εμφανιζόταν ένας φουστανελάς, ο οποίος της έλεγε ότι για να ικανοποιηθεί η επιθυμία της και να αποκτήσει ένα γιό έπρεπε ο Αγάς να πουλήσει το χωριό στους Κουσκότες.

Το ίδιο όνειρο είδε κάποια στιγμή και ένας τσοπάνος της περιοχής, ο οποίος με πολύ φόβο πήγε και το είπε στον Αγά ο οποίος βλέποντας τη μαρτυρία του βοσκού ως επιβεβαίωση του ονείρου της γυναίκας του και λόγω της βαθιάς επιθυμίας του να αποκτήσει γιό με τη Μυγδάλω, προχώρησε στην αγοραπωλησία.

Η ιστορική αλήθεια είναι ότι, σύμφωνα με επίσημο σουλτανικό φιρμάνι του 1764, το χωριό Κουσκό χαρακτηρίζεται ως κεφαλοχώρι, ελεύθερο να διαχειριστεί τα έσοδά του, πληρώνοντας μόνο τους νόμιμους ετήσιους φόρους και το φιρμάνι αυτό μάλιστα βρέθηκε σε μια κασέλα στο Μοναστήρι και το 1931 μεταφράστηκε από τον Γεώργιο Παπαϊωάνου, διερμηνέα του Πρωτοδικείου Γρεβενών.

Μπαίνοντας  στην μονή αριστερά βρίσκεται συγκρότημα
βοηθητικών χώρων και ο κτιστός φούρνος
Δυστυχώς, στην πάροδο του χρόνου οι Οθωμανοί καταπατούσαν ποικιλοτρόπως τα προνόμια των χριστιανών κατοίκων του χωριού. 

Αποκορύφωμα της καταπάτησης ήταν την εποχή που πασάς των Ιωαννίνων ήταν ο Αλή Πασάς, ο Τεπελενλής και οι Κουσκότες απελπισμένοι από τις καταπιέσεις και τις παρενοχλήσεις των οθωμανικών στρατευμάτων αλλά και των Τούρκων κακοποιών ζήτησαν την προστασία του Πασά των Γρεβενών Μεχμέτ Αγά.

Αυτός, επωφελούμενος της ευκαιρίας, ζήτησε να του πουλήσουν το χωριό, ώστε να θεωρηθεί τσιφλίκι του και οι κάτοικοι κολίγοι και προστατευόμενοί του και η αγοραπωλησία έγινε το 1824 (στις 15 του αραβικού μηνός Σιαμπάν του έτους 1240) για 15.000 γρόσια.

Βορειοανατολικά της εσωτερικής αυλής υπάρχει πηγάδι,
που χρησίμευε και ως στέρνα για την περισυλλογή των
όμβριων υδάτων από ένα σύστημα υδρορροών στη
στέγη του ναού και των κελιών.
Η επαναφορά του χωριού στα χέρια των χριστιανών έγινε στις 21 Νοεμβρίου 1842, όταν ο Μεχμέτ Αγάς πούλησε το χωριό και τις καλλιεργήσιμες και δασικές εκτάσεις του σε δεκατρείς οικογένειες Κουσκοτών έναντι του ποσού των 60.000 γροσίων, έτσι το Κουσκό έπαψε να είναι τσιφλίκι και ξανάγινε κεφαλοχώρι πληρώνοντας μόνο τους νόμιμους φόρους.

Το Κατάστιχο της Μονής.

Πληροφορίες για τη μονή αντλούμε από ένα Κατάστιχο που βρέθηκε στην μονή και αποτελεί τη μοναδική γραπτή μαρτυρία για αυτήν.

Το Κατάστιχο του 1834, έχει διαστάσεις 24 Χ 19.5 εκατοστά, είναι δεμένο και αποτελείται από 170 σελίδες με τις 45 να μην φέρουν καμία εγγραφή και συγγραφέας είναι ο Παπα - χαράλαμπος, εφημέριος της Μονής όταν μπήκε ο θεμέλιος λίθος και πρόκειται για ιερέα με ελάχιστες γραμματικές γνώσεις, όπως προκύπτει από την ανορθογραφία και την κακή σύνταξη του κειμένου.


Η μικρή είσοδος της μονής στην ανατολική πλευρά
Φαίνεται όμως να έχει συναίσθηση της σπουδαιότητας του εγχειρήματος του ή τουλάχιστον να το εύχεται αφού ευελπιστεί το κατάστιχο να μείνει παντοτινό, χαίρεται για το έργο του ως ηγούμενος και την καλή του διαχείριση, αφού όπως λέει «εστάθη νικοκήρις» και εύχεται η μνήμη του να μείνει αιώνια.

Εξωτερικά φέρει την επιγραφή «Κατάστιχων της μονής των πανμεγίστον Ταξιαρχον Μιχαήλ και Γαβριήλ εκ χώρας Κοσικό» ενώ στην τρίτη σελίδα, συναντάμε την πρώτη κτητορική εγγραφή του Παπαχαράλαμπου : 

«1834 σεπτεμβρίου 23. Κατάστιχον πάντοτήνω της Ιεράς κέ σέβάσμίας μονίς των μπανμεγίστων Ταξιαρχών μιχαήλ κ Γαβριήλ εκ χώρας κοσίκον ιδού σιμεόνο το κάθε ένα χειρός παπαχαραλάμπους των κτηρώρ της ιεράς μονίς ταύτης είς κερόν ευρέθη εις το μοναστήριον εφημέριος όχη άλλος ήταν εις κερόν πο εβάλάμαν το θεμέληον εις το μοναστήρι κ εστάθη νικοκήρις κε τοτηλλήοσαν το μοναστήρι όλο με το χαίρι το το έχη τεληομένο καθός φένιται έως στην σήμερον εονία του η μνίμι. εις κερόν άπο αρχοίνισαν ει μας τόρη κε εδούληβαν εις το μοναστήρη είχεν το καρφή ει οκά γρο…5 πέντη το σανίδη ει πιθαμή τρία 3 παράδις βγάλτζήκο606 το σιτάρι το κιλό607 γρ.10 το κρασί το φόρτομα … γρο 80. ει ρακή ει οκά 6 το τηρί ει οκά γρ.60 η οκά καλόερη είταν δίο ένας παπάς κε ο άλλος διότης είχεν το μοναστήρ βιο πρόβατα 80 γιλάδια: 4 βόδια. 4 άλογα: 2 με αυτό το βίο αρχηνίθη το μονας στήρι κε έγινε καθώς φένιται έος στην σήμερο».

Ο χώρος του μαγειρίου.
Το χώρο αυτό χρησιμοποιούσαν οι μισθωτοί εργάτες
του μοναστηριού ως τραπεζαρία, αλλά και ως χώρο ύπνου,
 κυρίως το χειμώνα, αφού τους ζέσταινε η αναμμένη φωτιά
Στη συνέχεια, αναφέρονται οι δωρεές και τα αφιερώματα στο μοναστήρι, ανά οικισμό, χρονολογία, τα βαπτιστικά ονόματα όσων φέρνουν πρόσφορα για τη Θεία Λειτουργία ή ζητούν να μνημονευθούν τα ονόματά τους ενώ καταγράφονται οι δωρητές και τα αφιερώματα.

Στην τελευταία σελίδα υπάρχουν εγγραφές την 12η Απριλίου 1853 άλλου προσώπου, του ηγούμενου Χατζή - Παπά - Ιγνατίου, που καταγράφει κι αυτός την κινητή και ακίνητη περιουσία της Μονής.

Συγκεκριμένα γράφει: «1853, Απριλίου 12 φανερόνο ότι ήρθα εις τον Άγιον Ταξιάρχιν ηγούμενος Χατζη-Παπα Ιγνάτιος φανερόνο το όσο κινιτόν και ακίνητον βγιό βρίκα 240 σφαχτά μικρά τρανά, 8 γιλάδια, 5 βοήδια τα πιο παλιά, 3 άλογα σαμαρωμένα, 1 φοράδα, 1 γαζιόλα, 14 στέμματα αμπέλια, 220 κιλά χωράφια, ένα μετόχι Σιάτιστα, ένα μετόχι Κοσκό».

Συγκρότημα βοηθητικών χώρων
Γιατί δεν συνέχισε την καταγραφή ή αν έκανε νέο Κατάστιχο δεν είναι γνωστό. 

Το Κατάστιχο όμως είναι ένα ανεκτίμητο μνημείο και κειμήλιο της Μονής Ταξιαρχών λειτουργεί ως βιβλίο Παρρησίας και Προθέσεως και μπορεί να συγκριθεί, κατ΄ αναλογίαν, με τον Κώδικα της Ιεράς Μονής Ζάβορδας.

Από αυτόν τον Κώδικα, ο ερευνητής μπορεί να αντλήσει σημαντικές και πολύτιμες πληροφορίες ποικίλου ενδιαφέροντος. 

Μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την οικονομία και τις οικονομικές συναλλαγές της εποχής αφού μαθαίνουμε τις τιμές των διαφόρων υλικών, των δημητριακών, των ποτών, αλλά και τις επικρατούσες μονάδες μέτρησης.

Το κωδωνοστάσιο και η πτέρυγα των κελιών
Οι τιμές αυτές μας επιτρέπουν να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα και για την πραγματική αξία των φόρων και των ακινήτων.

Επίσης έχουμε μια καταγραφή των οικισμών η οποία μας δίνει στοιχεία για την μεταξύ τους επικοινωνία, για τους εμπορικούς δρόμους της εποχής και τις μετακινήσεις των κατοίκων και η απουσία εγγραφών κοντινών χωριών όπως το Κρίφτσι (Κιβωτός), Ντοβράτοβα (Βατόλλακος) και Γκομπλάρ (Μερσίνα) μας επιβεβαιώνει τον πλήρη εξισλαμισμό τους.

Η αναφορά σε αφιερώματα και περιουσιακά στοιχεία της Μονής μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την οικονομική της επιφάνεια, αλλά και την επίδραση που ασκούσε στους πιστούς και ακόμη μας δίνει ιστορικές πληροφορίες που φωτίζουν την έρευνα για τη χρονολόγηση της Μονής.

Τα διώροφα κελιά της Μονής
Το Κατάστιχο για αρκετά χρόνια βρισκόταν στο κοινοτικό κατάστημα της Κοινότητας Ταξιάρχη Γρεβενών όμως σήμερα κανείς δεν γνωρίζει που βρίσκεται ούτε είναι σε θέση να δώσει πληροφορίες για την τύχη του.

Χρονολόγηση της Μονής.

Ημερομηνία πρώτης εγγραφής στο κατάστιχο είναι η 23η Σεπτεμβρίου του 1834. 

Σύμφωνα με το συγγραφέα στην ημερομηνία αυτή το μοναστήρι ήταν τελειωμένο και είναι πλήρως ικανοποιημένος για τις εργασίες κατασκευής και για τη διαχείρισή του και αναφέρει πως είναι ένας εκ των κτητόρων της Μονής, ότι επί των ημερών του τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος ενώ στη συνέχεια, στις εγγραφές των προσκυνητών επαναλαμβάνονται οι ημερομηνίες 1833 και 1834.

Το πίσω μέρος του ιερού με πρόχειρα υποστυλώματα
Ο Νίκος Γκατζιάνας υποστηρίζει ότι η καταγραφή των δωρεών δεν ανταποκρίνεται στον χρόνο πραγματοποίησής τους και ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να εξοικονομηθούν χρήματα για την αγορά των κτημάτων και για το κτίσιμο του ναού και των κελιών.

Θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι τη διετία αυτή υπήρξε μια κινητοποίηση των πιστών για την αποπεράτωση των εργασιών του μοναστηριού και επιβεβαίωση του ότι οι οικοδομικές εργασίες ήταν εν εξελίξει την εποχή αυτή αποτελεί η χρονολογία 1833 που βρίσκεται χαραγμένη σε αγκωνάρι στο Βορειοανατολικό μέρος του συγκροτήματος.

Επίσης μια εντοιχισμένη πλάκα στην εξωτερική γωνία της ανατολικής πλευράς της αυλής με χαραγμένη την ημερομηνία «1833 Οκτωβρίου 15» αποδεικνύει ότι στο τέλος του 1833 είχε τελειώσει μεγάλο μέρος των οικοδομικών εργασιών, όμως μια εγγραφή στη στήλη ονομάτων από το χωριό Μηλιά είναι του 1813 και σύμφωνα με τον Θ. Παπαθανασίου, που έχει μελετήσει το κατάστιχο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί γιατί είναι αρκετά ευανάγνωστη. Και άρα το όριο κατασκευής κατεβαίνει στη χρονολογία αυτή, ίσως τότε να θεμελιώθηκε το καθολικό.

Το πίσω μέρος του ιερού
Ένα άλλο στοιχείο που μας δίνει το Κατάστιχο σχετικά με την χρονολόγηση της Μονής είναι τα περιουσιακά στοιχεία της, ο Παπαχαράλαμπος αναφέρει ότι:  «καλόερη είταν δίο ένας παπάς κε ο άλλος διότης είχεν το μοναστήρ βιο πρόβατα 80 γιλάδια: 4 βόδια. 4 άλογα: 2 με αυτό το βίο αρχηνίθη το μονας στήρι κε έγινε καθώς φένιται έος στην σήμερο».

Φαίνεται ότι υπήρχε και έμψυχο δυναμικό, οι δύο καλόγεροι, αλλά και περιουσιακά στοιχεία πριν αρχίσει η ανοικοδόμησή του ενώ το πιθανότερο είναι να προϋπήρχε ένα μικρότερο μοναστήρι ή ένας μικρός ναός με μικρά κελιά για τους μοναχούς. 

Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και η χρονολογία «1815» που βρίσκεται πάνω από την εξώθυρα του ναού. 

Υπάρχουν δύο ακόμη στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι το μοναστήρι υπήρχε πριν το 1834: σε ένα παλαιό μηναίο της Μονής, εκδόσεως αψοζ (1777) υπάρχει ανυπόγραφη η εξής σημείωση: «Τον καιρό από πάτησαν το μοναστήρι το 1828 ημέρα Σάββατο Απριλίου 13», επομένως το μοναστήρι υπήρχε το 1828 και για να κινήσει το ενδιαφέρον κάποιων, μάλλον ληστών ή κακοποιών, να το «πατήσουν» θα ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση και επίσης, μια μη εντοιχισμένη πλάκα στην αυλή της μονής έχει χαραγμένη τη χρονολογία «1768».

Η είσοδος στο Καθολικό της Μονής
Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι η Μονή, στη μορφή που τη γνωρίζουμε, ολοκληρώθηκε το 1834, αλλά ότι στη θέση της προϋπήρχε μικρός ναός ή κάποιο «μικρομονάστηρο».

Το καθολικό της Μονής.

Το καθολικό, βρίσκεται στο κέντρο της εσωτερικής αυλής της Μονής, είναι αφιερωμένο στους Άγιους Ταξιάρχες και ανήκει στον τύπο του δικιόνιου, σταυροειδούς, εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, δύο χορούς, αψίδα στα ανατολικά και ευρύχωρο υπερυψωμένο νάρθηκα - γυναικωνίτη.

Οι διαστάσεις του είναι 16 Χ 8 μέτρα και η χρονολογία ανέγερσής του ανάγεται στο 1815, σύμφωνα με τη χρονολογία που βρίσκεται πάνω από την εξώθυρα του ναού ενώ εσωτερικά είναι κατάμεστος από αγιογραφίες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης με ιστορική σειρά.

Στο γυναικωνίτη παρουσιάζεται η Δημιουργία, η έξοδος των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο και η Κόλαση και σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στο εσωτερικό υπέρθυρο της κυρίας εισόδου του ναού, η ιστόρηση του ναού έγινε το 1848. 


Η κτητορική επιγραφή που υπάρχει στο εσωτερικό
υπέρθυρο της κυρίας εισόδου του ναού που αναφέρει
ότι η ιστόρηση του ναού έγινε το 1848
Η επιγραφή αναφέρει: «Ηστορίθη ο θείος ούτος και πάνσεπτος ναός των Πανμεγίστων Ταξηαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ της Μονής Κοσκόν, αρχιερατεύοντως του Πανιερόλογιωτάτου Αγίου Μητροπολήτου Γρεβενών κυρίω κυρίω Ιωαννικίου εφιμερεύοντος του Πανοσιοτάτου κυρ Παπά-Ιωσίφ, επιτροπεύον ο κυρ Ζυνόβιος και δια επιστασίας του εν τιμωτάτω κυρ Νικολάου Γεωργίου Ζούρφλη 1848 Απριλίος 3. Χειρ Βασιλείου και Νικολάου των αυταδέλφον».

Για την ολοκλήρωση της αγιογράφησης απαιτήθηκαν εννέα τουλάχιστον μήνες και αυτό προκύπτει από μια σημείωση των ίδιων των αγιογράφων σε ένα εκκλησιαστικό βιβλίο του ναού που λέει τα εξής: «1847 Ιουλίου 26 κάνω θύμησι το κερώνι από ήρθαμεν εμείς η Ζωγράφι κι ζωγραφίσαμη την ηκλησία και ήμασταν ιγό ω Βασήλις κι Ηωάνις κι ο Νικόλας το μαθητούρι»

Ο γυναικωνίτης που έχει οπτική επαφή με τον κυρίως
Ναό μέσω ενός παραθύρου
Το εκκλησιαστικό βιβλίο, όπως μας πληροφορεί ο Ν. Γκατζιάνας είναι η «Παρακλητική παρά Νικολάου Γλυκέως εξ Ιωαννίνων αψκη (1728)».

Διαβάζοντας την επιγραφή και τη σημείωση υπάρχει μια ανακρίβεια σχετικά με τους αγιογράφους, στην επιγραφή ως ζωγράφοι αναφέρονται οι αδελφοί Βασίλειος και Νικόλαος, στη σημείωση αναφέρονται ο Βασίλειος και ο Ιωάννης, ενώ ο Νικόλαος αναφέρεται ως μαθητευόμενος.

Ο ναός δυστυχώς έπεσε θύμα αρχαιοκαπήλων το 1972, ασεβείς διέρρηξαν το ναό και αφαίρεσαν έξι μεγάλες εικόνες από το τέμπλο.

Ο γυναικωνίτης είναι κατάγραφος με σπουδαίες τοιχογραφίες και λειτούργησε για αρκετά χρόνια και ως άτυπη νευρολογική κλινική, αφού εκεί έκλειναν τους ψυχοπαθείς, αναζητώντας προφανώς την ίασή τους αποκλειστικά στη θεία παρέμβαση. Δυστυχώς, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαιτέρως σκληρές και οδυνηρές για τους ταλαίπωρους που αναγκάζονταν να υποστούν αυτό τον εγκλεισμό, δείγμα ανάλγητης θρησκοληψίας μιας άλλης εποχής.

Τα βημόθυρα του ξυλόγλυπτου επιχρυσωμένου τέμπλου
Το κτιριακό συγκρότημα.

Το μοναστηριακό συγκρότημα βρίσκεται στην αρχική του μορφή, χωρίς να έχουν γίνει επεμβάσεις που να αλλοιώνουν το χαρακτήρα του, ο οποίος είναι έντονα φρουριακός και σήμερα τα κτίρια είναι ερειπωμένα και μισογκρεμισμένα καθιστώντας επικίνδυνη την επίσκεψή τους.

Ο περίβολος, τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι ολοκληρώθηκαν το 1833, όπως φανερώνει η εντοιχισμένη πλάκα στην εξωτερική γωνία της ανατολικής πλευράς της αυλής, που φέρει ανάγλυφη την επιγραφή «1833 Οκτωβρίου 15».

Ο περίβολος έχει ορθογώνια κάτοψη, στη δυτική πλευρά είναι η κύρια πύλη και στην ανατολική πλευρά υπάρχει μια δευτερεύουσα είσοδος και στο εσωτερικό του περιβόλου, στη βόρεια και νότια πτέρυγα, βρίσκονται οι βοηθητικοί χώροι και τα κελιά που διατάσσονται στο ισόγειο και στον όροφο αντίστοιχα.

Άποψη του εσωτερικού του Ναού, διακρίνεται το
ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο
αλλά και τα ξύλινα υποστηρίγματα της οροφής
Στο ισόγειο βρίσκονται οι αποθήκες σιτηρών και κρασιών καθώς και οι στάβλοι των ζώων, στον όροφο βρίσκονται τα κελιά, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του ηγούμενου της Μονής και των μοναχών ενώ επίσης, χρησιμοποιούνταν και ως ξενώνες για τους προσκυνητές που κάποτε συνέρρεαν στο μοναστήρι για να ζητήσουν τη χάρη των Ταξιαρχών.

Στη βορειοανατολική πλευρά της εσωτερικής αυλής υπάρχει πηγάδι, το οποίο χρησίμευε και ως στέρνα για την περισυλλογή των όμβριων υδάτων από ένα σύστημα υδρορροών στη στέγη του ναού και των κελιών.

Μπαίνοντας από την κύρια είσοδο, στα αριστερά και σε επαφή με τον περίβολο υπάρχει ένας σκεπαστός κτιστός φούρνος και κοντά στο φούρνο υπάρχει ένας μεγάλος ισόγειος χώρος, με θολωτή οροφή και με μια κυκλική καπνοδόχο στο κέντρο, που φωτίζεται από δυο μικρά παραθυράκια.

Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη στον γυναικωνίτη 
Εκεί άναβαν φωτιά με μεγάλα κούτσουρα κάτω από την καπνοδόχο και μαγείρευαν το φαγητό σε χάλκινο δοχείο, που κρεμόταν από μια αλυσίδα στερεωμένη στην οροφή και όταν ήθελαν να μαγειρέψουν μεγάλη ποσότητα φαγητού τοποθετούσαν πυροστιά και πάνω της έστηναν μεγάλα καζάνια. 

Αυτό γινόταν κυρίως στην περίοδο που πανηγύριζε η Μονή, στις 6 Σεπτεμβρίου, αλλά και όταν φιλοξενούνταν πολλοί προσκυνητές.

Το χώρο αυτό χρησιμοποιούσαν οι μισθωτοί εργάτες του μοναστηριού ως τραπεζαρία, αλλά και ως χώρο ύπνου, κυρίως το χειμώνα, αφού τους ζέσταινε η αναμμένη φωτιά ενώ ο Ν. Γκατζιάνας υποστηρίζει ότι ο χώρος αυτός είναι σαν τους χώρους που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της ομηρικής εποχής.


Αγιογραφίες από το γυναικωνίτη



Τοιχογραφίες από τον Κυρίως Ναό
Το κωδωνοστάσιο βρίσκεται ανατολικά του περιβόλου και είναι τετραώροφο κτίσμα του 1897, με πελεκητούς λίθους και ελάχιστα διακοσμητικά στοιχεία.

Υπάρχει και μία εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένη την εξής επιγραφή: «ωκοδομήθη ηγουμενεύοντος πανοσιολογιωτάτου κυρ Ζαχαρία τη συνδρομή Επαρχιακής Δημογεροντίας Γρεβενών Ν.Κουσίδη-Ελένης-Στριφάτ Καπλάν Βέη-Κόνιτσα-τεκτ. Γιάννης Λούντζι. Δια χειρός Παπ. Γκουτζαμάνη. Σεπτέμβριος 1897».

Το φρουριακό χαρακτήρα του περιβόλου έρχονται να υπογραμμίσουν οι εξοχές στις γωνίες της αυλής και των κελιών, που τα κάνουν να μοιάζουν με πύργους, και στις οποίες υπάρχουν ακόμη και πολεμίστρες. 



Τοιχογραφίες από τον Κυρίως Ναό



Ο Άγιος Νικόλαος,
τοιχογραφία από τον Κυρίως Ναό
Ο εξοπλισμός αυτός ήταν απαραίτητος για την προστασία της Μονής από τις ληστρικές επιθέσεις των κακοποιών της εποχής, αλλά και έναντι όποιου ήθελε να επιβουλευτεί το μοναστήρι.

Οι κάτοικοι του χωριού Ταξιάρχης αντιμετωπίζουν το μοναστήρι με μεγάλη ευλάβεια και θεωρούν τους άγιους Ταξιάρχες προστάτες τους.

Χάρη σ΄ αυτό, σύμφωνα με την παράδοση πείστηκε ο Μεχμέτ Αγά και τους πούλησε το χωριό και αυτό είχε διττή σημασία για τους κατοίκους αφού από τη μια απαλλάχθηκαν νωρίς από τον οθωμανικό ζυγό και από την άλλη μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμης γης γύρω από τη Μονή προσαρτήθηκε στο χωριό τους.

Στα κτήματα αυτά οι κάτοικοι εργάζονταν εθελοντικά σε περιόδους έντονης αγροτικής δραστηριότητας για τη συγκομιδή, την επεξεργασία και την αποθήκευση τψν προϊόντων επειδή το θεωρούσαν ευλογία για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.


Τοιχογραφίες από τον Κυρίως Ναό



Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ,
τοιχογραφία από τον Κυρίως Ναό
Μεγάλο μέρος των κτημάτων του μοναστηριού πωλήθηκαν από το κράτος με δημοπρασία το 1932 και τα υπόλοιπα απαλλοτριώθηκαν υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών του χωριού.

Η Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Ταξιάρχη πανηγυρίζει στις 6 Σεπτεμβρίου, ημέρα αφιερωμένη στο «εν Χώναις θαύμα του αρχαγγέλου Μιχαήλ» και όχι στις 8 Νοεμβρίου, στη «σύναξη των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ», όπως ίσως θα ήταν πιο λογικό και αυτό γιατί ο καιρός τον Σεπτέμβριο είναι καλύτερος και ευνοεί τις όποιες εορταστικές εκδηλώσεις.

Ο Χ. Ενισλείδης χαρακτηρίζει τη Μονή Ταξιαρχών «Κουσκού» ως «μικρά μονή και άσημο», ο χαρακτηρισμός αυτός μας φαίνεται αρκετά αβασάνιστος και σίγουρα είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με την άποψη του Ν. Γκατζιάνα, ο οποίος υποστηρίζει ότι μοναστήρι υπήρξε «συμπαραστάτης και σύμβουλος του σκλαβωμένου ραγιά» και πως ήταν «κέντρο λατρείας και εθνικών επιδιώξεων», επηρεασμένος προφανώς από προσωπικά βιώματα.

Άποψη του Καθολικού και της εισόδου του
Ο Θ. Παπαθανασίου είναι πιο αντικειμενικός και πιο κοντά στην πραγματικότητα όταν χαρακτηρίζει τη Μονή ως «ένα από τα αξιόλογα πολιτιστικά μνημεία μας» μιας και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η προσφορά της στο χωριό και στην περιοχή, τόσο πνευματικά, όσο και υλικά, ήταν σημαντική. 

Δεν έχει ίσως την λάμψη του μονής της Ζάβορδας, αν και υπήρχε μεταξύ τους επικοινωνία, όπως προκύπτει από το Κατάστιχο, σίγουρα όμως η κατασκευή του, οι παραδόσεις που συνδέονται με αυτό και τα στοιχεία που προκύπτουν φανερώνουν την αξία της Μονής τόσο για το χωριό, όσο για την περιοχή. 

Το 2014, δυστυχώς κατέρρευσε λόγω εγκατάλειψης, μέρος της νότιας πλευράς του περιβόλου ενώ και το υπέροχο κωδωνοστάσιο έχει πάρει επικίνδυνη κλίση. 

Οι κάτοικοι του Ταξιάρχη αμέσως συγκρότησαν επιτροπή αγώνα για τη διάσωση και αναστήλωση του Μοναστηριού, απαιτώντας να εκπονηθεί μελέτη και να ενταχθεί το έργο σε κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα άμεσα ώστε να απομακρυνθεί ο κίνδυνος κατάρρευσης του. 

Η Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών είναι σήμερα ανενεργή και πανηγυρίζει στις 6 Σεπτεμβρίου όπου ψάλλεται θεία λειτουργία στην Ανάμνηση του Θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χωναίς (ή Κολασσαίς) ενώ την προηγούμενη στις 5 Σεπτεμβρίου ψάλλεται Μέγας πανηγυρικός εσπερινός με μεγάλη προσέλευση του κόσμου.