Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Παναγία Δροσιανή, Νάξος.

πηγή
Βρίσκεται στην ενδοχώρα της Νάξου, νότια του χωριού Μονή και δίπλα από το κοινοτικό κοιμητήριο, που είναι από τα αρχαιότερα των Βαλκανίων (4ος ή 6ος αιώνας).

 

Πανοραμική άποψη του Ναού
πηγή
Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας το μοναστήρι και ο πέριξ αυτού χώρος αποτελούσε ιδιαίτερο τιμάριο του οίκου Μπελόνια. 

Μετά την κατάληψη της Νάξου από τους Τούρκους ο τελευταίος Φράγκος Δούκας της Νάξου και Αιγαίου Πελάγους Ιωάννης Δ΄ Κρίσπης με έγγραφο που εξέδωσε το 1555 εκχώρησε το μοναστήρι στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία.

Είναι από τα παλαιότερα πρωτοχριστιανικά μνημεία στον ελληνικό χώρο, το μεγαλύτερο μέρος του ήτανε θαμμένο και μόλις κατά τη δεκαετία του 1970 έγιναν ανασκαφές από την αρχαιολογική υπηρεσία και αποκαλύφθηκε.

Μέχρι τότε, το μόνο μέρος που ήτανε ορατό από το μοναστήρι, ήτανε η κυρίως εκκλησία που ήταν και η πλέον πρόσφατη που στην ουσία είναι ένα σύμπλεγμα συνολικά από τέσσερις εκκλησίες. 


Η ΝΔ όψη του ναού
Αρχείο ΙΑΑ - © Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Σχετικά με την ονομασία της Μονής, κατά μια εκδοχή, η εικόνα της Παναγίας ίδρωνε και ιδρώνει ακόμα σε περίπτωση ανάγκης του χωριού και έτσι πήρε την ονομασία της, «η Παναγιά η Δροσιανή», γιατί με τα θαύματά της δρόσιζε και παρηγορούσε και δροσίζει και παρηγορεί όσους ζητούσαν και ζητούν τη βοήθειά της.

Άλλη παράδοση αναφέρει πως πήρε την ονομασία αυτή, επειδή το κτήμα μέσα στο οποίο βρίσκεται το μοναστήρι ονομάζεται Δροσιά. 

Σύμφωνα με κάποια άλλη διήγηση, κάποτε, στο νησί, υπήρξε περίοδος μεγάλης ανομβρίας, μαζεύτηκαν τότε όλοι οι γεωργοί της περιοχής και αποφάσισαν μαζί με τους ιερείς από τα γύρω χωριά, να πάρουν τις εικόνες των ναών και να τις λιτανεύσουν, προπορευόμενης της εικόνας της Παναγίας απ’ τη Μονή. 

Πανοραμική άποψη του Ναού
πηγή
Όταν έφτασαν στο λιμάνι και έκαναν δεήσεις, τότε η συγκεκριμένη εικόνα άρχισε να ιδρώνει και τη στιγμή όπου την ακούμπησαν στη θάλασσα, με την ευλογία της έγινε το θαύμα. 

Ο ουρανός συννέφιασε και πριν ακόμα οι λιτανεύοντες επιστρέψουν στο χωριό, έπιασε δυνατή βροχή, έτσι δόξασαν την Υπεραγία Θεοτόκο και της απέδωσαν την ονομασία Δροσιανή.

Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως η επωνυμία οφείλεται στην τοποθεσία όπου είναι χτισμένο το μοναστήρι που είναι κατάφυτη από δέντρα και κατά συνέπεια δροσερή, αλλά και στην ιδιότητα της Θεοτόκου να «ρίχνει δροσιά» στις ψυχές των ανθρώπων που δέονται σε Αυτήν, να παρηγορεί και να γλυκαίνει τον πόνο τους.


Άποψη του Ναού
Άποψη του Ναού


Γενική άποψη του ιερού του ναού
Αρχείο ΙΑΑ - © Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Η παράδοση επίσης αναφέρει ότι κάποιος βοσκός  του χωριού όπου έβοσκε τα πρόβατά του απέναντι από εκείνη την περιοχή όπου σήμερα είναι το μοναστήρι, έβλεπε, πως μέσα στα βάτα έλαμπε τα βράδια ένα φως και κάποια φορά αποφάσισε να πάει ως εκεί, όπου αντίκρισε μια εικόνα της Παναγίας.

Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλες τις γύρω περιοχές και οι περίοικοι σκέφτηκαν να χτίσουν μιαν εκκλησιά κάπου στο μέσο των γύρω χωριών για να φτάνουν ως εκεί όλοι οι πιστοί.

Η εικόνα όμως, όταν τη μετακίνησαν έφυγε και επέστρεψε πάλι στο ίδιο σημείο όπου και βρέθηκε, κατ’ αυτόν τον τρόπο χτίστηκε εκεί το μοναστήρι και από αυτό πήρε και το χωριό την ονομασία, Μονή.

Άποψη της βόρειας κόγχης του ναού
Αρχείο ΙΑΑ - © Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Ο αρχικός ναός χρονολογείται τον 6ο αιώνα, είναι μονόχωρος τρίκογχος με τρούλο, κτισμένος κατά τον αιγαιοπελαγίτικο τρόπο, με ακατέργαστους πλακοειδείς λίθους και καλυμμένος με πλάκες ενώ η αψίδα του ιερού διατρυπάται από δίδυμο τοξωτό παράθυρο.

Ο κεντρικός τρούλος  υψώνεται επάνω σε τύμπανο με γωνιώδη βάση και διατρυπάται από δύο μονόλοβα τοξωτά παράθυρα. 

Η καμαροσκεπής προσθήκη, προς δυσμάς του αρχικού ναού, είναι σίγουρα νεότερη και υποβαστάζεται από τρία σφενδόνια. 

Στη δυτική και νότια πλευρά της ανοίγονται θύρες, πάνω από τις οποίες διαμορφώνονται ένα μονόλοβο και ένα τρίλοβο αντίστοιχα κωδωνοστάσιο ενώ στο βόρειο τοίχο της προσθήκης είναι προσκολλημένα τρία, μεταγενέστερα,, μονόχωρα παρεκκλήσια με ισάριθμες θύρες, που ανοίγονται στον ίδιο τοίχο. 

Η εικόνα του Χριστού ένθρονου,
στο θρόνο της βόρειας κόγχης

Αρχείο ΙΑΑ - © Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνώ
ν
Τα δύο ακραία στεγάζονται, όπως ο αρχικός ναός, με τρούλους, που υψώνονται επίσης σε γωνιώδεις βάσεις και είναι και αυτά τρίκογχα ενώ στην αψίδα του ανατολικού παρεκκλησίου σώζονται ίχνη τοιχογραφιών βυζαντινής εποχής και στη βάση της υπολείμματα επισκοπικού θρόνου. 

Το παρεκκλήσιο αυτό, σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες, βρέθηκε ότι χρησιμοποιείτο ως οστεοφυλάκιο ενώ το μεσαίο παρεκκλήσιο χτίστηκε επάνω στον υπάρχοντα βράχο και στεγάζεται με χαμηλό κωνικό τυφλό τρούλο.

Κάτω από τα μεταγενέστερα στρώματα τοιχογραφιών και ασβεστωμάτων, οι εργασίες των Εφορειών Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν, στον τρούλο, στην κόγχη της κεντρικής αψίδας του ιερού και στη βόρεια κόγχη του αρχικού ναού, τις αρχικές τοιχογραφίες του μνημείου, που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα οι οποίες έχουν διεξοδικά μελετηθεί από τον καθηγητή Nικόλαο B. Δρανδάκη. 

Άποψη των τοιχογραφιών
πηγή
Άποψη των τοιχογραφιών
πηγή

Η μοναδική διπλή παράσταση του Χριστού στον τρούλο,
ως νέου με λίγα γένια και ως ώριμου άνδρα με γενειάδα

πηγή
Το 1970 βρέθηκε η παλαιότερη χρονολόγηση τοιχογραφίας του Χριστού στα Βαλκάνια, οπότε ο συγκεκριμένος ναός είναι ο βυζαντινός ναός με την παλαιότερη χρονολογημένη τοιχογραφία του Χριστού στα Βαλκάνια.

Η σχετική ανακοίνωση του 1970 λέει: «Καλλιτεχνικόν εύρημα εξόχου αρχαιολογικής Αξίας ανεκαλύφθη εις την Νάξον. Η βυζαντινή τοιχογραφία της Παναγίας της Δροσιανής είναι η αρχαιοτέρα των Βαλκανίων.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Ν. Δρανδάκης, δια τηλεγραφημάτων του προς τον υφυπουργόν προεδρίας της κυβερνήσεως και τον γενικό επιθεωρητήν αρχαιοτήτων, ανήγγειλεν εξόχου καλλιτεχνικής και αρχαιολογικής σπουδαιότητος ανακάλυψιν του, γενομένην κατά τας υπό την εποπτείαν του εκτελουμένας εργασίας καθαρισμού και συντηρήσεως του γνωστού Βυζαντινού ναού της Θεοτόκου Δροσιανή Νάξου.

Άποψη των τοιχογραφιών
πηγή
Άποψη των τοιχογραφιών
πηγή

Άποψη των τοιχογραφιών στο ιερό Βήμα του Ναού
πηγή
Συγκεκριμένως, ο κ. Δρανδάκης αναφέρει, ότι κατόπιν της αφαιρέσεως αλλεπάλληλων στρωμάτων μεταγενεστέρων τοιχογραφιών και επιχρισμάτων, εκ της εσωτερικής επιφανείας του τρούλλου του ναού, απεκαλύφθη, ότι ολόκληρος ούτος καλύπτεται προτομή του Ιησού Χριστού, φέροντος γενειάδα μεν εις το ένα εξ’ αυτών, ιούλους δε – ήτοι, το πρώτον φυόμενον τρίχωμα του ανδρικού γενείου – εις το έτερον.

Η σπουδαιότης της ανακαλύψεως έγκειται εις το γεγονός, ότι διατηρείται, πλήρως, επιγραφή, αναφερομένη εις τον χορηγόν της τοιχογραφήσεως του ναού και δια της οποίας το στρώμα τούτο των ζωγραφιών χρονολογείται εις το 590 – 591. 

Πρόκειται επομένως περί της παλαιοτάτης, μέχρι σήμερον, χρονολογημένης εκκλησιαστικής τοιχογραφίας εις ολόκληρον τον χώρον των Βαλκανίων.»

 


Η Δέηση 
Πηγή: Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μ., 
Βυζαντινές Τοιχογραφίες,
Ελληνική Τέχνη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995.
Είναι λοιπόν, το πληρέστερο σωζόμενο τοιχογραφικό εκκλησιαστικό πρόγραμμα της περιόδου, με εικονογραφικές ιδιοτυπίες που δεν συναντώνται σε κανένα σήμερα, άλλο γνωστό μνημείο. 

Η μοναδική διπλή παράσταση του Χριστού στον τρούλο, ως αφ' ενός νέου με λίγα γένια και αφ' ετέρου ως ώριμου άνδρα με γενειάδα, ερμηνεύει πιθανότατα το δόγμα της διπλής, θείας και ανθρώπινης, φύσης του θεανθρώπου.

Οι δύο πρώτες στρώσεις του τοιχογραφικού διακόσμου, έχουν αποτειχηθεί και έχουν μεταφερθεί σε μουσεία όπου και εκτίθενται ενώ οι τοιχογραφίες που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης, είναι οι παλαιότερες και αυτές που αποκαλύφθηκαν κατά την τρίτη στρώση. 

Στο εσωτερικό, σώζονται σήμερα αλλεπάλληλα στρώματα τοιχογραφιών, το νεότερο των οποίων χρονολογείται στο 14ο αιώνα και κάλυπταν το αρχικό στρώμα των τοιχογραφιών του μνημείου τον 7ο αιώνα. 
Στη κόγχη της αψίδας του ιερού παριστάνεται η Ανάληψη, όπου έξι άγγελοι, αντί για τέσσερις όπως συνήθως, ανακρατούν τη δόξα του Χριστού ενώ από τις σωζόμενες αφιερωματικές επιγραφές μαθαίνουμε ότι η ζωγράφιση των "ιερών εικόνων" έγινε με τη χορηγία πολλών χριστιανών. 

Άποψη των τοιχογραφιών
πηγή
Άποψη των τοιχογραφιών
πηγή

Η Παναγία Δροσιανή της Νάξου.
Είναι άγνωστο αν αυτή η εικόνα είναι η 

αυθεντική ή κάποιο αντίγραφό της.
πηγή
Το νεώτερο τμήμα της Δροσιανής χωρίζεται σε δύο τμήματα και μπροστά από την εικόνα της Παναγίας υπάρχει στο πάτωμα μια τεράστια κυκλική πλάκα από μάρμαρο, που οι θρύλοι έλεγαν πως κάτω από την πλάκα αυτήν υπάρχει μεγάλος θησαυρός που κανείς όμως δεν πήγαινε να την ανασηκώσει γιατί θα τον μαρμάρωνε η εικόνα της Παναγίας. 

Την δεκαετία του 1970 ένα πρωί βρέθηκε η πλάκα σκαμμένη, βγαλμένη και κανείς ποτέ δεν έμαθε αν έκρυβε κάτι από κάτω, όμως και η εικόνα της Παναγίας εκλάπη και είναι άγνωστο αν η υπάρχουσα είναι η αυθεντική ή κάποιο αντίγραφό της.

Η Παναγία η Δροσιανή λειτουργεί υπό την επίβλεψη της  2ης Εφορείας Βυζαντινών αρχαιοτήτων, είναι ένα παγκόσμιου ενδιαφέροντος μνημείο και δέχεται ετησίως χιλιάδες επισκέπτες.


Είναι επισκέψιμη όλες τις ημέρες του χρόνου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η επίσκεψη την Μεγάλη Παρασκευή καθώς υπάρχει το «έθιμο των αρτιδίων», που οι ρίζες του κρατούν στην εποχή του Βυζαντίου και σύμφωνα με αυτό οι γυναίκες των γύρω χωριών ετοιμάζουν και προσφέρουν στους προσκυνητές αρτίδια, δίπλες, πρόσφορα, ξηρούς καρπούς, ντόπια ρακί και άλλα τοπικά καλούδια μετά την Ιερά Αποκαθήλωση στον προαύλιο χώρο.

Τηλέφωνο(+30) 22850 31003


Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

ΑΠΟΤΜΗΜΑ ΔΕΞΙΟΥ ΧΕΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΧΟΥ.


Είναι από τα αρχαιότερα ιερά λείψανα του Χριστιανισμού και  φυλάσσεται στον Ιερό Ναό της Αγίας Κυριακής Αλεξανδρούπολης. 

ΣΗΜΕΙΩΣΗΣτην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ). 



Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος. 
Εικόνα 16ου αιώνα στον Ναό Αγίου Ματθαίου Σιναιτών, Κρήτη,
έργο τού ζωγράφου Μιχαήλ  Δαμασκηνού.
Ο Συμεών κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ, ήταν δίκαιος, ευλαβής και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, που του είχε φανερώσει ότι δε θα πέθαινε πριν δει το Χριστό. 

Η χαρμόσυνη αυτή πληροφορία τον εμψύχωνε ως τα βαθειά γεράματα του. Τέλος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού, το Πνεύμα τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στο Ιερό. 

Ετοιμάστηκε, λοιπόν, με νεανική ζωηρότητα, πήγε εκεί και στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος ευχαρίστηση και αγαλλίαση. 

Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού. 

Ο Συμεών, πληροφορημένος από το Άγιο Πνεύμα ότι το βρέφος αυτό είναι ο Χριστός, τρέχει και παίρνει τον Ιησού στην αγκαλιά του. 

Τον κρατάει ευλαβικά και, αφού καλά - καλά παρατήρησε το νήπιο και δέχθηκε όλη την ιλαρότητα της θείας μορφής του, ύψωσε το βλέμμα του επάνω και είπε ευχαριστώντας το Θεό: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις άποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ».

Τώρα, δηλαδή, πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά, διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για όλους τους λαούς και θα είναι γι' αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ.

Τα Λείψανα του Αγίου Συμεών, μας είναι άγνωστο πότε, μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκαν στον ιερό Ναό της Παναγίας των Χαλκοπρατείων, όπου φυλάσσονταν και τα ιερά Λείψανα του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου αλλά και του Προφήτου Ζαχαρίου, πατρός του Προδρόμου. 

Από εκεί αφαιρέθηκαν το 1204, πέντε ημέρες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, από τους Βενετούς Πέτρο Steno, Άγγελο Drusiano και Ανδρέα Balduino και μεταφέρθηκαν στη Βενετία και μετά την αναγνώριση του 1317 τα Λείψανα τοποθετήθηκαν σε μία μαρμάρινη σαρκοφάγο, η οποία το 1733 τοποθετήθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα του προς τιμήν του Ναού, όπου και σήμερα φυλάσσονται.

Λείψανα του Αγίου Συμεών φυλάσσονται επίσης στο Ναό Aix La Chapelle, στο Άαχεν της Γερμανίας.


Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας στις 3 Φεβρουαρίου.



Μονή Αγίου Γεωργίου, Κολυβάτα Λευκάδας

πηγή

Βρίσκεται περίπου ένα χιλιόμετρο έξω από το ορεινό και παραδοσιακό χωριό Κολυβάτα, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Αλεξάνδρου του Δήμου Λευκάδας και ήτανε ένα από τα πιο παλιά και πιο πλούσια κάποτε στο νησί της Λευκάδας. 


Η Μονή είναι χτισμένη σε ένα εντυπωσιακό τοπίο
στους πρόποδες του δάσους των Σκάρων

πηγή
Το Μοναστήρι του Αη - Γιώργη στα Κολυβάτα της Λευκάδας, είναι χτισμένο στους πρόποδες του εντυπωσιακού δάσους των Σκάρων, στη δυτική τους πλευρά. 

Θα το συναντήσει κανείς μπροστά του, αν ακολουθήσει το παλιό μονοπάτι, μία παμπάλαια στράτα των κτηνοτρόφων, που οδηγεί από το χωριό στην κορυφή του βουνού. 

Για το πότε ακριβώς ιδρύθηκε το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στα Κολυβάτα αναφέρονται διάφορες χρονολογίες στη σχετική λαογραφική βιβλιογραφία. 

Ο Κωνσταντίνος Μαχαίρας γράφει στο σύγγραμά του «Ναοί και Μοναί της Λευκάδος» (Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, Αθήναι 1957) ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1611. 

Άποψη της Μονής
πηγή
Άποψη της Μονής
πηγή


Η είσοδος στον περίβολο της Μονής
πηγή
Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Πάνος Ροντογιάννης στο εκτενές σύγγραμά του «Ιστορία της Νήσου Λευκάδος» (Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 1980). 

Άλλοι μελετητές μετέπειτα φαίνεται να θεωρούν την ημερομηνία αυτή ως απολύτως εξακριβωμένη και απλώς την αντιγράφουν. 

Πρώτος ο Λευκαδίτης φιλόλογος Σπύρος Σούνδιας, στο βιβλίο του «Άνθρωποι και τόποι της πατρίδας μου» (Αθήνα 1999), εκφέρει την άποψη ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε σίγουρα πριν από το 1500, ίσως την βυζαντινή περίοδο και η αναφορά του αυτή βασίζεται σε παλιότερες μαρτυρίες και ιδιαίτερα στις γραπτές του γυμνασιάρχη Νικολάου Πετρή, ο οποίος ερεύνησε τα αρχεία του μοναστηριού κατά το 1883. 

ερειπωμένα βοηθητικά κτίρια στην μονή
πηγή
Αναφέρει ο Πετρής στο σημείωμά του αυτό που έχει δημοσιευτεί στον Η” τόμο του περιοδικού «Παρνασσός»: « Η δε ίδρυσις αυτής (σημ.: της μονής) ανάγεται κατά την ομολογίαν του εριτίμου αυτής Ηγουμένου ιερομονάχου Γρηγορίου Σούντια εις την βυζαντιακήν περίοδον, ως μαρτυρούσι τα λείψανα των ποικίλων εν αυτή κτισμάτων. Παρεκτός τούτου υπάρχουσι διάφορα συμφωνητικά… α)…., β) συμφωνητικά ελληνιστί εκ των οποίων το μεν πρώτον χρονολογείται από του 1514 και περιέχει αφιερώσεις και βεβαιώσεις κτημάτων κληρονομηθέντων στη μονή…»  και ακόμη ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε «εις την βυζαντιακήν περίοδον» όμως υπάρχουν βέβαια κατά τον ίδιο και γραπτές μαρτυρίες: «συμφωνητικά ελληνιστί, ων το μεν πρώτον χρονολογείται από του 1514 και περιέχει αφιερώσεις και βεβαιώσεις κτημάτων κληροδοτουμένων τη μονή»

ερειπωμένα βοηθητικά κτίρια στην μονή
πηγή
Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι το μοναστήρι πρέπει να έχει ιδρυθεί τουλάχιστον πριν από το 1500. 

Ο Πετρής σκόπευε να επανέλθει με άλλο σημείωμά του σχετικά με το μοναστήρι του Αη Γιώργη αφού γράφει στο τέλος της σελίδας 313«οπόταν αναγνώμεν τον κώδικα και πάντα τα οικεία έγγραφα της μονής, φυλασσόμενα εν τη οικία του Ευπατρίδου κ. Επαμεινώνδα Κόνδαρη, πρώην αρεοπαγίτου», όμως δεν το έκανε όμως και δεν ξέρουμε το λόγο.

Δεν ξέρουμε επίσης γιατί φυλάσσονταν τότε ο κώδικας του μοναστηριού και άλλα σημαντικά έγγραφά του στην οικία του Επαμεινώνδα Κόνδαρη, πρώην αρεοπαγίτου, τη στιγμή που το προσωπικό της μονής το 1884, «συναποτελείται εκ πέντε μοναχών, δύο δοκίμων και τριών υπηρετών» ενώ έμενε επίσης εκεί και ένας δασοφύλακας στρατιώτης που πρέπει να φύλαγε το δάσος των Σκάρων.  

Άποψη του Καθολικού της μονής
πηγή
Έτσι, τα πιο παλιά έγγραφα της Μονής ίσως να μην έχουν γίνει βορά των ποντικιών και της υγρασίας, αλλά να  σώθηκαν και είναι κάπου μαζί με το αρχείο του Κόνδαρη

Στα χρόνια της ακμής του το μοναστήρι του έφτασε να έχει μέχρι και οκτώ μετόχια: Αγιος Βησαρίωνας στην πόλη της Λευκάδας, Παναγία στους Σκάρους, Άγιος Βάρβαρος στους Σκάρους, Άγιος Ηλίας, Ναός Παντοκράτορα στη θέση Σωτήρω, Παναγία των Εισοδίων στην Ακόνη, Άγιος Νικόλαος στο Κατωτικό και Άγιοι Πατέρες στη Νικιάνα.  

Ήτανε πλούσιο και κέντρο της κοινωνικής ζωής της ευρύτερης περιοχής και σε πίνακα των περιουσιακών του στοιχείων του 1727 που σώζεται στο Αρχειοφυλάκιο της Λευκάδας και περιγράφει ο Κωνσταντίνος Μαχαίρας στο προαναφερθέν βιβλίο του, το μοναστήρι φαίνεται να κατέχει: «Γαίαι καλλιεργήσιμοι, πλην των αμπελώνων, στρέμματα 708 – Αιγοπρόβατα 900 – Κτήνη 30». 

Άποψη του Καθολικού της μονής
διακρίνεται η πλαινή είσοδος
πηγή
Από το 1662 κατέχει το δάσος των Σκάρων, μία έκταση πάνω από 1.300 στρέμματα, που αγόρασε τότε από τον Αχμέτ Αγά αντί της συμβολικής τιμής των οκτώ ρεαλίων.

Με την πάροδο των αιώνων όμως οι διάφοροι κατά καιρούς δυνάστες αλλά και κατακτητές που πέρασαν από το νησί της Λευκάδας άρχισαν να κουτσουρεύουν τα διάφορα και σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του μοναστηριού ενώ οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις του 1928 θα δώσουνε και την χαριστική βολή. 

Τα περισσότερα όμως αλλά και τα καλύτερα κτήματα του μοναστηριού χαρίστηκαν εκείνη την εποχή σε «ημέτερους», όπως συμβαίνει συνήθως, δυστυχώς, εκάστοτε στον τόπο μας και πολύ λίγα από αυτά πήγανε τελικά σε ακτήμονες. 

ερειπωμένοι βοηθητικοί χώροι στην Μονή
πηγή
Από το 1930 τα κελιά των καλογήρων είναι πλέον άδεια και ο παπά Θοδωρής (Φρεμεντίτης), ο τελευταίος καλογερόπαπας, θα πεθάνει κατά το 1965. 

Έκτοτε το μοναστήρι αφήνεται έρμαιο στην φθορά του χρόνου αλλά και την αδιαφορία των ανθρώπων, τίποτε σχεδόν δεν διασώθηκε. 

Η πλούσια βιβλιοθήκη του, που περιλάμβανε εκτός των εκκλησιαστικών και άλλα βιβλία αρχαιοελληνικής γραμματείας παλιών εκδόσεων, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Σπύρος Σούνδιας, καταφαγώθηκε από τα ποντίκια και την υγρασία και κάποιες παλιές ξύλινες εικόνες του μοναστηριού είχαν μεταφερθεί για προστασία από ενδεχόμενη κλοπή στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που ήταν πιο κοντά στο χωριό Κολυβάτα. 

Άποψη του τέμπλου της Μονής
πηγή
Όταν όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’70 κάηκε η εκκλησία (κατά άλλους την έκλεψαν και ακολούθως την έκαψαν) του Αγίου Νικολάου, χάθηκαν και αυτές μαζί. 

Λέγεται επίσης ότι κάποιες άλλες εικόνες, που βρισκόταν στις πόρτες του Ιερού καθώς και στο εικονοστάσι του τέμπλου, μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Βυζαντινών Εικόνων που λειτουργεί στο μοναστήρι της Φανερωμένης. 

Σήμερα λόγο των σημαντικών φθορών στο καθολικό της Μονής, λειτουργίες και κάθε άλλη θρησκευτική λατρευτική δραστηριότητα γίνονται επιτρέποντος του καιρού στον υπαίθριο χώρο ενώ έχει ήδη εκπονηθεί και εγκριθεί η μελέτη στερέωσης – αποκατάστασης του Καθολικού και των κελλιών.

Άποψη του τέμπλου της Μονής
πηγή
Άποψη του τέμπλου της Μονής
πηγή
Άποψη του τέμπλου της Μονής
πηγή


Άποψη τοιχογραφιών της Μονής
πηγή
Τον Απρίλιο του 2017 ο Σεβασμιότατος  Μητροπολίτης Λευκάδος και Ιθάκης κ.κ. Θεόφιλος, μετά από πανηγυρική θεία λειτουργία στην Μονή του Αγίου Γεωργίου ανήμερα της εορτής του Αγίου, ενημέρωσε τους πιστούς ότι η Ιερά Μονή μετά από πλείστες γραφειοκρατικές ενέργειες και την έκδοση προεδρικού διατάγματος ανασυστάθηκε και ηγούμενος διορίστηκε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Δέλλας, εφημέριος του Ιερού Ενοριακού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Νυδριού. 

Μίλησε επίσης για την προσπάθεια που καταβάλλει ως Μητροπολίτης για την ανασύσταση και την επισκευή των ερειπωμένων μοναστηριών της Λευκάδας και για τις ενέργειες της χρηματοδότησης της μελέτης της Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου και της ανασύστασής της και τόνισε ότι στόχος είναι να επισκευαστεί αρχικά το Καθολικό της Μονής και μετέπειτα τα κελιά.

Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει στις 23 Απριλίου, ενώ το Πάσχα και το καλοκαίρι τελούνται υπαίθριες ακολουθίες.